- κενοδοξία
- η тщеславие; честолюбие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κενοδοξία — κενοδοξίᾱ , κενοδοξία liability to vain imagination fem nom/voc/acc dual κενοδοξίᾱ , κενοδοξία liability to vain imagination fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδοξίᾳ — κενοδοξίᾱͅ , κενοδοξία liability to vain imagination fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδοξία — η (ΑΜ κενοδοξία, Μ και κενοδοξία) [κενοδοξώ] το να είναι κανείς κενόδοξος, η ματαιοδοξία, η αλαζονεία αρχ. 1. δοκησισοφία («μηδὲν κατὰ ἐριθείαν ἤ κενοδοξίαν», Πλούτ.) 2. σεμνοτυφία … Dictionary of Greek
κενοδοξία — η το να είναι κανείς ματαιόδοξος: Τον έφαγε η κενοδοξία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κενοδοξίας — κενοδοξίᾱς , κενοδοξία liability to vain imagination fem acc pl κενοδοξίᾱς , κενοδοξία liability to vain imagination fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδοξίαι — κενοδοξίᾱͅ , κενοδοξία liability to vain imagination fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδοξίαν — κενοδοξίᾱν , κενοδοξία liability to vain imagination fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδοξίαις — κενοδοξία liability to vain imagination fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδοξίης — κενοδοξία liability to vain imagination fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοδοξίῃ — κενοδοξία liability to vain imagination fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
кичиться — ст. слав. кычити сѩ ἐπαίρειν, кычениѥ κενοδοξία (Супр.). Согласно Преобр. (I, 306 и сл.), от кика, т. е. собственно поднимать чуб ; ср. нахохлиться (от хохол) и задирать нос; ср. еще и сл. слово … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера